- θηρευτής
- ο, θηλ. θηρεύτρια (ΑΜ θηρευτής, θηλ. θηρεύτρια) [θηρεύω]1. κυνηγός2. μτφ. αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα κάτιαρχ.1. (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ.) θηρευτικός, κυνηγετικός («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», Ομ. Ιλ.)2. φρ. α. «θηρευτὴς ἰξός» — η ξόβεργαβ. «θηρευτής πέρδιξ» — η πέρδικα που χρησιμοποιείται παραπλανητικά για να προσελκύσει άλλα άγρια πτηνά.
Dictionary of Greek. 2013.